- ανηφαιστος
- ἀνήφαιστοςἀν-ήφαιστος2не гефестов, т.е. невещественный, неземной (о гневе подземных богов)
(πῦρ Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πῦρ Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανήφαιστος — ἀνήφαιστος, ον(Α) φρ. «ἀνήφαιστον πῡρ» η φωτιά της διαμάχης (που δεν είναι η πραγματική φωτιά του Ηφαίστου) … Dictionary of Greek
ἀνηφαίστῳ — ἀνήφαιστος that is no fire masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηφαίστωι — ἀνηφαίστῳ , ἀνήφαιστος that is no fire masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)